- μυριολαγαρισμένος
- μυριολαγαρισμένος, -η, -ον (Μ)πάρα πολύ καθαρισμένος, λαμπικαρισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + λαγαρισμένος, μτχ. παρακμ. τού λαγαρίζω «καθαρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυριολογαρισμένος — μυριολογαρισμένος, η, ον (Μ) αυτός που έχει πολύ μεγάλη αξία, πολύτιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + λογαρισμένος, μτχ. παρακμ. τού λογαρίζω «υπολογίζω, μετρώ», εκτός κι αν πρέπει να διορθωθεί ο τ. σε μυριολαγαρισμένος*] … Dictionary of Greek